- ἰσοκάμπανος
- ἰσοκάμπανοςequal in weightmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισοκάμπανος — ἰσοκάμπανος, ον (Α) ο ίσος στο βάρος με έναν καμπανόν, δηλαδή με έναν στατήρα, με ένα ορισμένο βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + καμπανός] … Dictionary of Greek